αγωνίστηκε

αγωνίστηκε
cе  бореше

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • γρίβας — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνα, του Ωρωπού και της Αθήνας. 2. Δημήτριος. Ιερέας και Φιλικός. Μαζί με τον επίσκοπο Μεθώνης… …   Dictionary of Greek

  • Αϊβαλιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας. 1. Αγγελής (1770 – 1825). Πρόσφυγας μετά την καταστροφή της πατρίδας του στην Ύδρα. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο Νεόκαστρο. 2. Αθανάσιος (1810 – 1850). Διακρίθηκε στην εκστρατεία… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Περσέας — I Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, γιος της Δανάης και του Δία. Ο παππούς του Ακρίσιος, βασιλιάς του Άργους, στον οποίο ένας χρησμός είχε προείπει το θάνατο από το χέρι του εγγονού του, τον έκλεισε μαζί με τη μητέρα του σε μια λάρνακα και τους… …   Dictionary of Greek

  • αναγώνιστος — ἀναγώνιστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν αγωνίστηκε 2. (ειδικότερα) αυτός που δεν αγωνίστηκε ποτέ για βραβείο 3. αυτός που δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια για να επιτύχει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀγωνίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • ρήγας — I Επώνυμο Μακεδόνων αγωνιστών του 1821. 1. Καπετάν Ρ. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Εμμ. Παπά και σκοτώθηκε στη χερσόνησο της Κασσάνδρας από τα στρατεύματα του Αβδούλ Αβούτ πασά. 2. Νικόλαος. Γιος του προηγούμενου. Αγωνίστηκε με τον Δ. Υψηλάντη …   Dictionary of Greek

  • Αδαμόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Συνεργάστηκε με τον Παπάζογλου. Τον έστειλαν στη Μάνη με τον Ιω. Παλατινό για να πείσει τους Μανιάτες να πάρουν μέρος στην Επανάσταση. Οι προσπάθειές του όμως απέτυχαν. 2. Αδάμ. Καταγόταν από το χωριό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”